- δενδροκοπώ
- (AM δενδροκοπῶ, -έω) [δενδροκόπος]κόβω δένδρααρχ.1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
ξυλεύω — (Α ξυλεύω) [ξύλον] (συν. το μέσ) ξυλεύομαι κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾱς ἀνήρ ξυλεύεται» αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε νεοελλ. προμηθεύομαι ξύλα … Dictionary of Greek